Εκείνος

2014-10-09 09:09

Κεφάλαιο 2:Εκείνος
(Συνέχεια)

Τι άραγε θα μπορούσε να πει σε μια τέτοια στιγμή? Τι μπορείς να πεις σε έναν άνθρωπο που μόλις έχει χάσει το πιο αγαπημένο του πρόσωπο? Την έβλεπε να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στις σκέψεις αυτές και ήθελε με κάποιον τρόπο να την κάνει να ξεχαστεί.Εκείνη τον κοιτούσε και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι βρισκόταν εκείνη τη στιγμή δίπλα του. Αυτή τους η συνάντηση ήταν μια τραγική ειρωνεία της ζωής. Κανείς όμως δεν μπορεί να ξεφύγει από τις εκπλήξεις της ζωής. Ήταν μια συνάντηση που δεν είχε προγραμματίσει .Ένιωθε άβολα μπροστά του. Δεν μπορούσε να ελέγξει τις σκέψεις της και τα αισθήματα της. Όταν την κοίταζε εκείνος έτρεμε ολόκληρη, οι λέξεις μπερδεύονταν στη γλώσσα της. Ήθελε πάντα να έχει τον έλεγχο των καταστάσεων που βίωνε. Εκείνη η στιγμή ήταν πολύ αμήχανη για εκείνη. Κουνούσε νευρικά το πόδι της πάνω κάτω και συνέχεια έφτιαχνε τα μαλλιά της με τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της. Εκείνος είχε ακουμπήσει πίσω στην καρέκλα του και την παρατηρούσε πολύ προσεκτικά. Έβλεπε τον πόνο στα μάτια της και σκέφτηκε να τις προτείνει αυτό που και εκείνον βοηθάει να ξεχαστεί, μια βόλτα στη θάλασσα με τη μηχανή του, αν το ήθελε και εκείνη φυσικά. Πήρε μια ανάσα και της μίλησε ξανά.

--Βλέπω πολύ πόνο και στεναχώρια στα μάτια σου. Αυτό που με βοηθάει εμένα και με ανακουφίζει από τα προβλήματα και τις δυσκολίες μου είναι μια βόλτα με τη μηχανή μου. Σου προτείνω να κάνουμε το ίδιο και στη δική σου περίπτωση για να μπορέσεις να ξεφύγεις για λίγο από τις καταστάσεις που αντιμετωπίζεις. Θέλεις να πάμε μια βόλτα εδώ κοντά ?

- Αλήθεια? Θα το ήθελα πολύ!

Η απάντηση της ήταν αναπάντεχη και αφοπλιστική. Παρόλο που ο ίδιος της το πρότεινε δεν περίμενε θετική απάντηση. Για λίγο σάστισε και έμεινε να την κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια. Δευτερόλεπτα αργότερα σηκώθηκαν και οι δύο ταυτόχρονα από το τραπέζι, μάζεψαν τα πράγματά τους και κατέβηκαν τα σκαλιά της κεντρικής εισόδου σχεδόν τρέχοντας. Η μηχανή βρισκόταν μπροστά στην είσοδο. Μια μαύρη Yamaha. Της έδωσε το κράνος του και ανέβηκαν στη μηχανή. Η αδρεναλίνη της είχε φτάσει στα ύψη και η ταχύτητα την είχε εξιτάρει. Δεν ένιωθε φόβο αλλά μια απόλυτη σιγουριά και ακαταμάχητη έλξη για εκείνον ακόμα αν και δεν τον γνώριζε σχεδόν καθόλου. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε τόσο ανάλαφρη και αποστασιοποιημένη από όλα τις τα προβλήματα και τις στεναχώριες. Απολάμβανε τον αέρα που διαπερνούσε το κορμί της ,το άρωμα του και τη ζεστασιά του κορμιού του καθώς τον αγκάλιαζε για να κρατηθεί. Οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί όταν σταμάτησαν στην αμμώδη παραλία για να κάνουν μια βόλτα. Κατέβηκαν από τη μηχανή. Δεν μίλησε κανείς τους. Απλά ξεκίνησαν να περπατάνε στην υγρή αμμουδιά. Το μόνο που άκουγες ήταν ο ήχος από το κύμα κάτω από τον έναστρο ουρανό.

Σελ.12

jeepakias