Εκείνος

2014-10-09 09:05

Κεφάλαιο 2:Εκείνος
(Συνέχεια)

Η νύχτα είχε απλώσει το μαύρο πέπλο της στον ουρανό όμως είχε ξεχάσει να ανάψει τα λαμπερά της φώτα για να οδηγήσει τους νυχτερινούς ταξιδιώτες στον προορισμό τους. Ένιωθε πολύ κουρασμένη. Τα βλέφαρα της ήταν βαριά. Ο δρόμος ατέλειωτος αλλά εκείνη αδυνατούσε να συνεχίσει. Αποφάσισε να σταματήσει για το βράδυ να ξεκουραστεί σε ένα μικρό ξενοδοχείο που ήξερε και είχε υπέροχη θέα στη θάλασσα. Ένα μικρό οικογενειακό ξενοδοχείο με καφέ παραθυρόφυλλα και πετρόχτιστα δωμάτια, στην άκρη του δρόμο κρυμμένο στις λεύκες και στα κυπαρίσσια. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, πήρε τα πράγματα της και μπήκε μέσα. Στην είσοδο του ξενοδοχείου την υποδέχτηκε ο κύριος Κώστας, ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, ο οποίος κάθε βράδυ μένει ξάγρυπνος για να εξυπηρετήσει τους νυχτερινούς ταξιδιώτες. Μια κλασική φυσιογνωμία ανθρώπου γύρω στα πενήντα, οικογενειάρχης με δύο ανήλικα παιδιά και όπως θέλει ο ίδιος να λένε ένα παιδί και ένα κορίτσι. Άνθρωπος της παλιάς σχολής αλλά κατά βάθος ένας πολύ ευαίσθητος και καλοσυνάτος άνθρωπος. Πάντα ευδιάθετος και πρόθυμος να σε βοηθήσει και να σε συμβουλεύσει. Τον χαιρέτησε με τη σπαρακτική της φωνή και του ζήτησε ένα δωμάτια. Το βλέμμα και η φωνή της τον έκανε να ανησυχήσει. Ήθελε να καταλάβει και να τη βοηθήσει αλλά εκείνη δεν ήταν σε θέση να μιλήσει μαζί του για τίποτα. Δεν του άφησε την παραμικρή χαραμάδα ελπίδας για να συζητήσουν. Πήρε το κλειδί της και ανέβηκε με βαριά βήματα τα σκαλιά για να φτάσει στο δωμάτιο της.

Μπήκε μέσα στο δωμάτιο, άναψε τα φώτα, γέμισε τη μπανιέρα με ζεστό νερό και μπήκε μέσα για να χαλαρώσει. Η ώρα περνούσε αλλά από το μυαλό της δεν έφευγαν οι εικόνες από αυτά που είχε ζήσει τις τελευταίες μέρες. Βγήκε από τη μπανιέρα, ντύθηκε απλά και κατέβηκε να πιει ένα ποτό για να χαλαρώσει. Κάθισε σε ένα τραπέζι σε μια σκοτεινή γωνιά στο μπαρ του ξενοδοχείου κάνοντας μια βουτιά στο ποτήρι της χωρίς να βρίσκει πάτο, όπως συνέβαινε και στη ζωή της, τα προβλήματα και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε δεν σταματούσαν πουθενά. Μόλις ξεπερνούσε το ένα αμέσως ερχόταν στην επιφάνεια κάτι άλλο. Ήταν ένας ατέλειωτος φαύλος κύκλος. Και όπως ήταν χαμένη στις σκέψεις ξαφνικά νιώθει κάποιον να την πλησιάζει. Σηκώνει το βλέμμα της. Εκείνος. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μέσα στη θλίψη που ζούσε θα μπορούσε να βρεθεί μπροστά της αυτό το όμορφο συναίσθημα που είχε νιώσει και τότε, την πρώτη φορά που είχαν συναντηθεί.

--Καλησπέρα. Συγνώμη για την ενόχληση. Δεν θέλω να φανώ κοινότυπος αλλά πρέπει να έχουμε γνωριστεί ξανά στο παρελθόν σε μια ομιλία μου αν δεν κάνω λάθος.

- Ναι, έχεις δίκιο. Μπορείς να καθίσεις αν θέλεις.

--Σε παρακολουθώ τόση ώρα και βλέπω μια μελαγχολία στο βλέμμα σου, μια θλίψη και αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να έχει συμβεί και κάνει ένα τέτοιο όμορφο πρόσωπο να μελαγχολήσει.

- Ο πόνος δεν κοιτάει ηλικίες, ούτε και ο θάνατος. Ο άγγελος του θανάτου με επισκέφτηκε από πολύ νωρίς. Η πρώτη του επίσκεψη ήταν πριν περίπου εννιά χρόνια όταν έχασα τους γονείς μου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν το πρώτο δυνατό χτύπημα που δέχτηκα από τη ζωή. Αν και ήμουν αρκετά μικρή, μόλις έντεκα χρονών, θυμάμαι ακόμα πολύ καθαρά στη μνήμη μου όλες τις στιγμές εκείνες σαν εικόνες από πίνακες ζωγραφικής. Ο πόνος εκείνος είναι βαθιά χαραγμένος στη ψυχή μου. Οι γονείς μου έλλειπαν σε ταξίδι και με φρόντιζαν οι παππούδες μου εκείνες τις μέρες. Θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Ήταν 12 του Σεπτέμβρη όταν τους βρήκα στο δωμάτιό τους να κλαίνε σπαρακτικά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μπήκα μέσα και τους ρώτησα, σαν μικρό παιδί που ήμουν, γιατί κλαίγανε. Θυμάμαι τότε τον παππού μου να με παίρνει αγκαλιά και να μου εξηγεί πως πλέον οι γονείς μου έχουν γίνει μικροί άγγελοι στον ουρανό που βοηθάνε το Θεό να κάνει καλύτερο τον κόσμο μας. Πάντα θα είναι στο πλευρό σου και θα σε προστατεύουν, μου είπε με βουρκωμένα μάτια. Και τώρα ήρθε ξανά, για δεύτερη φορά, να με επισκεφθεί. Ο άνθρωπος που πήρε μαζί του φεύγοντας ήταν ο παππούς μου. Ένας άνθρωπος που μετά την απώλεια των γονιών μου φρόντιζε να μην στερηθώ τίποτα στη ζωή μου, ούτε υλικά αγαθά αλλά το βασικότερο να μην στερηθώ αγάπη. Και αυτή τη φορά η ζωή αποφάσισε να μεγαλώσει και άλλο η μαύρη τρύπα στην καρδιά μου. Και να ξέρει πως πάντα θα πρέπει να φοβάσαι όσους αγαπάς, γιατί μόνο αυτοί μπορούν να σου προξενήσουν πραγματική και μεγάλη λύπη.

Μια απόλυτη ηρεμία επικράτησε μεταξύ τους. Εκείνη χάθηκε για λίγο στις σκέψεις της. Εκείνος όμως δεν σταμάτησε λεπτό να την κοιτάει βαθιά στα μάτια. Αυτά τα μάτια που τον είχαν καθηλώσει στην καρέκλα και δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Σελ. 11

jeepakias