Εκείνος

2014-06-09 09:05

Κεφάλαιο 2:Εκείνος
(Συνέχεια)

Η διαδρομή μπορεί να ήταν σύντομη αλλά γεμάτη συναισθήματα. Οι αναμνήσεις είχαν κατακλύσει την ψυχή της. Όμως έπρεπε να φανεί δυνατή και ψύχραιμη όπως και τότε για να μπορέσει να ελέγξει και να κατευνάσει την ένταση, τη θύελλα της ψυχής της. Τα βήματά του πόνου τους οδήγησαν με γοργό ρυθμό στο νεκροταφείο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στην είσοδο, σηκώσανε το φέρετρο, με τα σκαλισμένα λουλούδια πάνω του, στους ώμους τους τα δυο από τα τρία παιδιά του μαζί με δύο ακόμα φίλους και προχώρησαν προς το εσωτερικό του νεκροταφείου. Ακουμπήσανε το φέρετρο στον τάφο. Μπροστά στο τάφο ο παπάς του χωριού ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την νεκρώσιμος ακολουθία. Στα δεξιά του, στο πλάι, στεκόταν εκείνη με τη γιαγιά της και τους συγγενείς της και στο βάθος ακουγόταν τα μοιρολόγια από τις μοιρολογίστρες του χωριού. Ξαφνικά μια απόλυτη ησυχία επικράτησε στο χώρο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η φωνή του παπά. Στο μυαλό της ήρθαν και πάλι εικόνες από το προηγούμενο βράδυ που ήταν ακόμα νωπές. Ανθρώπους να ρουφάνε το καϊμάκι του σκέτου ελληνικού και να δαγκώνουν το παξιμάδι όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Μέσα στη σάλα, πάνω από το ανοιχτό φέρετρο να κλαίνε σπαρακτικά οι γυναίκες. Εκείνη όμως δεν τόλμησε να κοιτάξει μέσα στο φέρετρο. Δεν ήθελε να συμβιβαστεί με την ιδέα της απώλειας. Ήθελε να φαντάζεται απλά ότι κάπου έχει πάει, σε ένα μακρινό ταξίδι.

Η τελετή ήταν σεμνή και σύντομη. Όλοι οι παραβρισκόμενοι με σεβασμό προς την οικογένεια έριξαν από ένα λουλούδι στον τάφο ως φόρο τιμής προς το πρόσωπό του. Εκείνη μαζί με τη γιαγιά της γονάτισαν, άρπαξαν βιαστικά με τη χούφτα τους λίγο χώμα, το μύρισαν και το έριξαν στον τάφο μαζί με ένα από τα αγαπημένα του λουλούδια, το κόκκινο τριαντάφυλλο. Όμως οι αναμνήσεις του παρελθόντος της είχαν ζωντανέψει και πάλι στο μυαλό και στη ψυχή της. Δεν άντεχε να περάσει άλλη μια νύχτα στο χωριό. Ήθελε απεγνωσμένα να ξεφύγει από τις καταστάσεις. Όλοι γνώριζαν ότι αυτό το ταξίδι για εκείνη ήταν ένα μαρτύριο. Ήξερε πως κανένας δε θα τη κακολογούσε αν έφευγε άμεσα. Όταν η κηδεία ολοκληρώθηκε και γύρισαν στο σπίτι, κάθισαν γύρω από το στρογγυλό ξύλινο τραπέζι του σαλονιού για ένα τελευταίο γεύμα προς τιμή του ταξιδιώτη σε αυτό το τελευταίο του ταξίδι. Το τραπέζι ήταν λιτό αλλά η ποικιλία των προσώπων ήταν μεγάλη. Έβλεπες μικρά παιδιά, ζωηρά και με όρεξη για παιχνίδια και αταξίες, που όμως δεν μπορούσες να παρεξηγήσεις τις κινήσεις τους λόγω της παιδικής τους αθωότητας. Στο πλάι τους οι γονείς τους. Τα πρόσωπά τους φαίνονταν πολύ σοβαρά, σαν κάτι να τους απασχολούσε καιρό τώρα. Και στο βάθος γέρικα, ρυτιδιασμένα πρόσωπα ταλαιπωρημένα από τον ήλιο και τη δουλειά στα χωράφια, με ένα διακριτό φόβο στα μάτια να τους κυριεύει εξ ολοκλήρου. Τι άραγε να φοβόντουσαν περισσότερο? Το δικό τους θάνατο ή την απώλεια των δικό τους ανθρώπων? Σε εκείνη ήταν εμφανές τη φοβόταν περισσότερο. Ήταν φανερό στον οποιονδήποτε. Η απώλεια και άλλων δικών της προσώπων θα ήταν ένα επώδυνο συναίσθημα.

Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος να βγαίνει από το στόμα τους. Ο καθένας τους ήταν βυθισμένος στις σκέψεις τους. Όμως η ώρα πέρασε και η στιγμή του αποχωρισμού είχε φτάσει. Ανέβηκε βιαστικά στο δωμάτιο που κοιμήθηκε το προηγούμενο βράδυ, μάζεψε γρήγορα τα ρούχα της, αποχαιρέτησε τα αγαπημένα της πρόσωπα και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής
χωρίς να μπορεί να φανταστεί τι θα συνέβαινε πολύ σύντομα.

Σελ.10

Jeepakias