Εκείνος

2014-06-04 20:00

Κεφάλαιο 2:Εκείνος
(Συνέχεια)

Μόλις είχε δύση ο ήλιος όταν έφτασε στη αρχή του χωριού. Ένα μικρό χωριό στην κορυφή του βουνού, με λίγα μικρά γραφικά σπίτια, με τα κόκκινα κεραμίδια τους και τα καπνισμένα φουγάρα τους. Έφτασε έξω από την πόρτα του σπιτιού του παππού της. Το μόνο που άκουγες ήταν κλάματα και παλιά μοιρολόγια από τις μοιρολογίστρες του χωριού. Χτύπησε δειλά τη μεγάλη ξύλινη πόρτα. Μια άγνωστη γυναίκα άνοιξε την πόρτα. Μπήκε μέσα και βρήκε τη γιαγιά της να κάθεται στην άκρη του σαλονιού αμίλητη με κατακόκκινα μάτια. Την αγκάλιασε όπως κανείς άλλος. Ένοιωσε να ηρεμεί την ψυχή της. Κάθισε δίπλα της. Κοίταξε τριγύρω με μάτια βουρκωμένα και το μόνο που έβλεπε ήταν φίλους και συγγενείς ντυμένους στα μαύρα, συγκεντρωμένους σε μικρές ομάδες σε διάφορες γωνιές του σπιτιού. Άλλοι στέκονταν δίπλα στο παλιό παράθυρο του σαλονιού, στο ξύλινο καναπέ όπου κάθε απόγευμα καθόταν ο παππούς της και κάπνιζε την αγαπημένη του πίπα από ξύλο κερασιάς μαζί με ένα ποτηράκι ρακή. Άλλοι κάθονταν δίπλα στη στόφα, σε αυτή τη στόφα που τόσους χειμώνες καθόταν με τον παππού της και ψήνανε κάστανα λέγοντας παλιές αγαπημένες ιστορίες από την εποχή που υπηρετούσε στο στρατό. Η νύχτα ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει τις τόσες αναμνήσεις των παιδικών τις χρόνων.

Το ξημέρωμα τη βρήκε να κάθεται με τη γιαγιά της στη κουζίνα. Αμίλητες να αναμένουν την ανατολή του ήλιου σαν να περιμένανε μαζί της να φέρει ένα δώρο για εκείνες, να φέρει πίσω τον άνθρωπο τους, τον παππού της. Κι όμως η αναμονή δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η ώρα του αποχωρισμού πλησίαζε. Με βουρκωμένα μάτια, σηκώθηκαν αργά με βαριά βήματα για να ετοιμαστούν. Τα μαύρα ρούχα είχαν κολλήσει πάνω τους. Βγήκαν έξω από το σπίτι υποβασταζόμενη η μια από την άλλη και κυκλώθηκαν αμέσως από το πλήθος της αγάπης του κόσμου που είχε μαζευτεί. Το αυτοκίνητο με τον παππού τις περίμενε στην εξώπορτα για να τον συνοδέψουν στο τελευταίο ταξίδι του. Πίσω του φίλοι και συγγενείς περιμένανε να ακολουθήσουν την πομπή. Όπου και να γύριζε το κεφάλι της το μόνο που έβλεπε ήταν ένα μαύρο ποτάμι να ακολουθεί. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε για το νεκροταφείο του χωριού. Ένα τυπικό νεκροταφείο χωριού, μικρό, χωρίς βλάστηση τριγύρω με εξαίρεση μια γέρικη ιτιά που είχαν φυτέψει στην είσοδο του νεκροταφείου λίγο έξω από το χωριό. Το μεγάλο ταξίδι είχε ξεκινήσει.

Σελ.9

Jeepakias