Εκείνος

2014-10-09 09:11

Κεφάλαιο 3: Εκείνος :Η νύχτα
(Συνέχεια)

Η ώρα πέρασε. Έπρεπε να φύγουν. Εκείνος σηκώθηκε και μπήκε στο μπάνιο να πλυθεί. Εκείνη ζαλισμένη από το άρωμα του κορμιού του και τα ζεστά φιλιά του έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, να κοιτάζει το ταβάνι του δωματίου και να αναρωτιέται τι πρέπει να κάνει από εδώ και πέρα. Μέσα στη ψυχή της είχε ξεσπάσει μια δυνατή καταιγίδα που σάρωνε τα πάντα στο διάβα της και δεν μπορούσε να πάρει μια σωστή απόφαση. Πίστευε πως μένοντας μαζί του θα του δημιουργούσε πρόβλημα στη δουλειά του και στο κοινωνικό του περιβάλλον. Τι θα έλεγαν για εκείνον οι άνθρωποι που τον περιτριγύριζαν? Πώς θα αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι γύρω του τη σχέση τους αυτή? Δεν επιδίωκε για κανένα λόγο να ταράξει τα ήρεμα νερά της ζωής του. Το μόνο που ήθελε ήταν να νιώθει το κορμί του να τυλίγεται πάνω στο δικό της και να την ηρεμεί με την ανάσα του κάθε βράδυ που θα ξαπλώνουν μαζί στο ίδιο κρεβάτι.

Ήθελε απεγνωσμένα να νιώσει τον έρωτα του και τα φιλιά του αλλά περισσότερο από οτιδήποτε είχε ποθήσει στη ζωή της ήθελε να τον προστατεύσει από τα κακόβουλα σχόλια που μπορεί να ειπωθούν από το περίγυρο του. Σηκώθηκε αναμαλλιασμένη από το κρεβάτι και ντύθηκε πρόχειρα. Άνοιξε τη βαλίτσα της, έριξε βιαστικά τα ρούχα της μέσα και την έκλεισε άτσαλα. Πήρε τη βαλίτσα στα χέρια της. Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά με τα μάτια της κατακόκκινα από το κλάμα και ένα κόπο στο λαιμό που δεν την άφηνε να βγάλει φωνή από μέσα. Μπήκε στο αυτοκίνητο της και ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής χωρίς να τον χαιρετήσει.

Εκείνος βγήκε από το μπάνιο με ένα παράξενο χαμόγελο στο βλέμμα του, με μια πετσέτα τυλιγμένη στη μέση του και σταγόνες καυτού νερού να πέφτουν στο πάτωμα του δωματίου. Κοίταξε τριγύρω του αλλά εκείνη δεν βρισκόταν πλέον εκεί Ήθελε όμως να σιγουρευτεί. Άνοιξε τη ντουλάπα του δωματίου. Όλα της τα ρούχα έλειπαν. Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Στην άκρη του κομοδίνου είδε ένα γράμμα που του είχε αφήσει. Εκεί του εξηγούσε όλους τους φόβους και τις ανασφάλειες της.

«Δεν θέλω να φύγω αλλά πρέπει. Η καρδιά μου πονάει που φεύγει και πίσω της αφήνει αυτό που έχει ποθήσει περισσότερο στη ζωή. Όμως αυτό είναι το καλύτερο για σένα. Τώρα που φεύγω μακριά σου νιώθω σαν ένα μικρό πουλί με φτερά που δεν ξέρει να πετά. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν και η τελευταία μέρα που θα σε έβλεπα, θα σε αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας άγγελός σου για να βρίσκομαι συνέχεια μαζί σου και να σε προστατεύω σιωπηλά.»

Τα γαλαζοπράσινα μάτια του χάθηκαν στο κενό. Εκείνη πλέον είχε χαθεί.

Σελ. 17

jeepakias